- αιθεροδρόμος
- αἰθεροδρόμος, -ον (AM)αυτός που διασχίζει, που διατρέχει τον αέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. αἰθήρ, -έρος + -δρόμος < ἔδραμον, αορ. β΄ τού ρ. θέω, τρέχω.ΠΑΡ. αρχ. αἰθερο-δρομῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰθεροδρόμος — ether skimming masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιθεροδρόμος — α, ο αυτός που τρέχει, πετά στους αιθέρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰθεροδρόμον — αἰθεροδρόμος ether skimming masc/fem acc sg αἰθεροδρόμος ether skimming neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθεροδρόμε — αἰθεροδρόμος ether skimming masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθεροδρόμου — αἰθεροδρόμος ether skimming masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθεροδρόμους — αἰθεροδρόμος ether skimming masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθεροδρόμων — αἰθεροδρόμος ether skimming masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθεροδρόμῳ — αἰθεροδρόμος ether skimming masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιθέρας — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η5 Ο C2Η5. Λέγεται και διαιθυλαιθέρας ή θειικός α. Είναι σώμα υγρό, άχρωμο, ελαφρύτερο από το νερό και πολύ πτητικό. Παρασκευάζεται βιομηχανικά με συνθέρμανση αιθυλικής αλκοόλης και πυκνού θειικού οξέος (γι’ αυτό … Dictionary of Greek
αιθεροδρομώ — αἰθεροδρομῶ ( έω) (Α) [αἰθεροδρόμος] διατρέχω τον αιθέρα … Dictionary of Greek